επίπηξ

επίπηξ
ἐπίπηξ, ὁ (AM)
μσν.
κλαδί που θα εγκεντρισθεί, θα μπολιασθεί κάπου, το μπόλι
αρχ.
το επίπηγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίπηγα — ἐπίπηξ graft masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπηγας — ἐπίπηξ graft masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπηξιν — ἐπίπηξ graft masc dat pl ἐπίπηξις bracing up fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίπηξ — ἀντίπηξ ( ηγος), η (Α) παιδικό καροτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πηξ < πήγνυμι (πρβλ. διάπηξ, επίπηξ κατάπηξ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • γλαγοπήξ — γλαγοπήζ ( ῆγος), ο, η (Α) αυτός που χρησιμοποιείται για την πήξη τού γάλακτος («γαυλοὶ γλαγοπῆγες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλάγος* + πηξ < πήγνυμι (πρβλ. αντίπηξ, διάπηξ, επίπηξ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”